ξεμπουκάρω

ξεμπουκάρω
1. (για υγρά, αέρια) εξέρχομαι ορμητικά από στόμιο
2. (για πρόσ.) εμφανίζομαι ξαφνικά και απρόοπτα
3. αποφυλακίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + μπουκάρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεμπουκάρω — ξεμπουκάρω, ξεμπούκαρα και ξεμπουκάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμπουκάρω — ξεμπουκάρισα και ξεμπούκαρα 1. βγαίνω από το στόμιο, από τρύπα, από σήραγγα, σαν από μπούκα: Ξεμπουκάρισε το νερό από το σωλήνα. 2. για ανθρώπους, βγαίνω από στενό, παρουσιάζομαι ξαφνικά: Ξεμπουκάρισαν μπροστά μας δύο ύποπτα άτομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμπουκάρισμα — το [ξεμπουκάρω] (για υγρά, αέρια ή καπνό) ορμητική έξοδος ή εκβολή από στόμιο ή σήραγγα …   Dictionary of Greek

  • ξεμπουκάρισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεμπουκάρω, η έξοδος, η ξαφνική εμφάνιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”